- χτυποβρόντημα
- το сильный, частый стук
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χτυποβρόντημα — και κτυποβρόντημα, το, Ν [χτυποβροντώ / κτυποβροντώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χτυποβροντώ … Dictionary of Greek
χτυποβρόντημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυποβροντώ, επανειλημμένη ισχυρή κρούση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτυποβρόντημα — το βλ. χτυποβρόντημα … Dictionary of Greek